υπολείπω

υπολείπω
ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω]
1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα
2. (το μεσ.) υπολείπομαι
α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον», Ομ. Ιλ.)
β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω, υστερώ, είμαι κατώτερος
νεοελλ.
(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπολειπόμενος
βιολ. ο υποτελής
αρχ.
1. αφήνω πίσω μου, εγκαταλείπω («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῑν», Θουκ.)
2. παραλείπω
3. (για πράγμ.) είμαι λίγος, δεν επαρκώ («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ μισθοφορά», Λυσ.)
4. τελειώνω, σώνομαι («ὅταν ὑπολίπῃ το μέλι», Αριστοτ.)
5. μέσ. α) φθάνω στο τέλος μου, τελειώνω («ὅταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», Σοφ.)
β) αφήνω πίσω μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», Ηρόδ.)
γ) αφήνω πίσω μου, κρατώ για τον εαυτό μου
δ) (για ποσό) εκπίπτω από πληρωμή
ε) (για πρόσ.) παραμένω κάπου («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με πορεία) καθυστερώ («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπολελειμμένα — ὑπολείπω leave remaining perf part mp neut nom/voc/acc pl ὑπολελειμμένᾱ , ὑπολείπω leave remaining perf part mp fem nom/voc/acc dual ὑπολελειμμένᾱ , ὑπολείπω leave remaining perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολείπεσθε — ὑπολείπω leave remaining pres imperat mp 2nd pl ὑπολείπω leave remaining pres ind mp 2nd pl ὑπολείπω leave remaining imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολείπετε — ὑπολείπω leave remaining pres imperat act 2nd pl ὑπολείπω leave remaining pres ind act 2nd pl ὑπολείπω leave remaining imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολείπῃ — ὑπολείπω leave remaining pres subj mp 2nd sg ὑπολείπω leave remaining pres ind mp 2nd sg ὑπολείπω leave remaining pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπελείφθην — ὑπολείπω leave remaining aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὑπολείπω leave remaining aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολειπομένων — ὑπολείπω leave remaining pres part mp fem gen pl ὑπολείπω leave remaining pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολειπόμεθα — ὑπολείπω leave remaining pres ind mp 1st pl ὑπολείπω leave remaining imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολειπόμενον — ὑπολείπω leave remaining pres part mp masc acc sg ὑπολείπω leave remaining pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολειπόντων — ὑπολείπω leave remaining pres part act masc/neut gen pl ὑπολείπω leave remaining pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολειφθησομένων — ὑπολείπω leave remaining fut part pass fem gen pl ὑπολείπω leave remaining fut part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”